ξεμουχλιάζω

ξεμουχλιάζω
1. μετ. снимать плесень (с чего-л.);
2. αμετ. 1) освобождаться от плесени; 2) перен. проветриваться, освежаться;

πάμε μιά βόλτα να ξεμουχλιάσουμε — пойдём немножко проветримся


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξεμουχλιάζω" в других словарях:

  • ξεμουχλιάζω — ξεμουχλιάζω, ξεμούχλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμουχλιάζω — 1. καθαρίζω αντικείμενο από τη μούχλα, αφαιρώ τη μούχλα από κάτι ή από κάπου 2. απαλλάσσομαι από τη μούχλα 3. μτφ. (για πρόσ.) ανακτώ τη χαμένη μου ζωντάνια, αποδιώχνω τη χαύνωση, αναζωογονούμαι («είπα να βγω λίγο έξω να ξεμουχλιάσω») …   Dictionary of Greek

  • ξεμουχλιάζω — ξεμούχλιασα, ξεμουχλιάστηκα, ξεμουχλιασμένος 1. μτβ., αφαιρώ τη μούχλα από κάπου ή από κάτι. 2. αμτβ., απαλλάσσομαι από τη μούχλα. 3. μτφ., αναζωογονούμαι: Βγες λίγο έξω να ξεμουχλιάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»